Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παραπικραίνω
παραπικρασμός
παραπίμπραμαι
παραπίπτω
παραπλάζω
παράπλειος
παραπλέκω
παραπλευρίδια
παραπλευστέος
παραπλέω
παράπληκτος
παραπλήξ
παραπλησιάζω
παραπλήσιος
παραπλήσσω
παράπλοος
παραπνέω
παραποδίζω
παραπόδιος
παραποιέω
παραπολαύω
View word page
παράπληκτος
παράπληκτος παρά-πληκτος, ον, πλήσσω frenzy-stricken, Soph.
ShortDef
frenzy-stricken
Debugging
Headword:
παράπληκτος
Headword (normalized):
παράπληκτος
Headword (normalized/stripped):
παραπληκτος
IDX:
24772
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24800
Key:
para/plhktos
Data
{'content': 'παράπληκτος\n παρά-πληκτος, ον,\n πλήσσω\n frenzy-stricken, Soph.', 'key': 'para/plhktos'}