Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παραπήγνυμι
παραπηδάω
παραπικραίνω
παραπικρασμός
παραπίμπραμαι
παραπίπτω
παραπλάζω
παράπλειος
παραπλέκω
παραπλευρίδια
παραπλευστέος
παραπλέω
παράπληκτος
παραπλήξ
παραπλησιάζω
παραπλήσιος
παραπλήσσω
παράπλοος
παραπνέω
παραποδίζω
παραπόδιος
View word page
παραπλευστέος
παραπλευστέος παραπλευστέος, η, ον, that must be sailed past, Strab.

ShortDef

that must be sailed past

Debugging

Headword:
παραπλευστέος
Headword (normalized):
παραπλευστέος
Headword (normalized/stripped):
παραπλευστεος
IDX:
24770
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24798
Key:
parapleuste/os

Data

{'content': 'παραπλευστέος\n παραπλευστέος, η, ον,\n that must be sailed past, Strab.', 'key': 'parapleuste/os'}