Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παραπέτασμα
παραπέτομαι
παραπήγνυμι
παραπηδάω
παραπικραίνω
παραπικρασμός
παραπίμπραμαι
παραπίπτω
παραπλάζω
παράπλειος
παραπλέκω
παραπλευρίδια
παραπλευστέος
παραπλέω
παράπληκτος
παραπλήξ
παραπλησιάζω
παραπλήσιος
παραπλήσσω
παράπλοος
παραπνέω
View word page
παραπλέκω
παραπλέκω fut. ξω to braid or weave in, Strab.

ShortDef

to braid

Debugging

Headword:
παραπλέκω
Headword (normalized):
παραπλέκω
Headword (normalized/stripped):
παραπλεκω
IDX:
24768
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24796
Key:
paraple/kw

Data

{'content': 'παραπλέκω\n fut. ξω\n to braid or weave in, Strab.', 'key': 'paraple/kw'}