Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παραβαίνω
παραπέτασμα
παραπέτομαι
παραπήγνυμι
παραπηδάω
παραπικραίνω
παραπικρασμός
παραπίμπραμαι
παραπίπτω
παραπλάζω
παράπλειος
παραπλέκω
παραπλευρίδια
παραπλευστέος
παραπλέω
παράπληκτος
παραπλήξ
παραπλησιάζω
παραπλήσιος
παραπλήσσω
παράπλοος
View word page
παράπλειος
παράπλειος παρά-πλειος, α, ον almost full, Plat.
ShortDef
almost full
Debugging
Headword:
παράπλειος
Headword (normalized):
παράπλειος
Headword (normalized/stripped):
παραπλειος
IDX:
24767
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24795
Key:
para/pleios
Data
{'content': 'παράπλειος\n παρά-πλειος, α, ον\n almost full, Plat.', 'key': 'para/pleios'}