Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παραπαφίσκω
παραπείθω
παραπέμπω
παρά
παραβαίνω
παραπέτασμα
παραπέτομαι
παραπήγνυμι
παραπηδάω
παραπικραίνω
παραπικρασμός
παραπίμπραμαι
παραπίπτω
παραπλάζω
παράπλειος
παραπλέκω
παραπλευρίδια
παραπλευστέος
παραπλέω
παράπληκτος
παραπλήξ
View word page
παραπικρασμός
παραπικρασμός from παραπικραίνω παραπικρασμός, οῦ, ὁ, provocation, NTest.
ShortDef
provocation
Debugging
Headword:
παραπικρασμός
Headword (normalized):
παραπικρασμός
Headword (normalized/stripped):
παραπικρασμος
IDX:
24763
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24791
Key:
parapikrasmo/s
Data
{'content': 'παραπικρασμός\n from παραπικραίνω\n παραπικρασμός, οῦ, ὁ,\n provocation, NTest.', 'key': 'parapikrasmo/s'}