παραπικρασμός
παραπικρασμός
from παραπικραίνω
παραπικρασμός, οῦ, ὁ,
provocation, NTest.
{
"content": "παραπικρασμός\n from παραπικραίνω\n παραπικρασμός, οῦ, ὁ,\n provocation, NTest.",
"key": "parapikrasmo/s"
}