Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παραπατάω
παραπαφίσκω
παραπείθω
παραπέμπω
παρά
παραβαίνω
παραπέτασμα
παραπέτομαι
παραπήγνυμι
παραπηδάω
παραπικραίνω
παραπικρασμός
παραπίμπραμαι
παραπίπτω
παραπλάζω
παράπλειος
παραπλέκω
παραπλευρίδια
παραπλευστέος
παραπλέω
παράπληκτος
View word page
παραπικραίνω
παραπικραίνω to embitter, provoke, NTest.
ShortDef
to embitter, provoke
Debugging
Headword:
παραπικραίνω
Headword (normalized):
παραπικραίνω
Headword (normalized/stripped):
παραπικραινω
IDX:
24762
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24790
Key:
parapikrai/nw
Data
{'content': 'παραπικραίνω\n to embitter, provoke, NTest.', 'key': 'parapikrai/nw'}