Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παραπαίω
παραπάλλομαι
παράπαν
παραπατάω
παραπαφίσκω
παραπείθω
παραπέμπω
παρά
παραβαίνω
παραπέτασμα
παραπέτομαι
παραπήγνυμι
παραπηδάω
παραπικραίνω
παραπικρασμός
παραπίμπραμαι
παραπίπτω
παραπλάζω
παράπλειος
παραπλέκω
παραπλευρίδια
View word page
παραπέτομαι
παραπέτομαι fut. -πτήσομαι aor2 παρ-επτόμην or -επτάμην Dep.:— to fly alongside, Arist. to fly past, to escape, Anth.

ShortDef

to fly alongside

Debugging

Headword:
παραπέτομαι
Headword (normalized):
παραπέτομαι
Headword (normalized/stripped):
παραπετομαι
IDX:
24759
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24787
Key:
parape/tomai

Data

{'content': 'παραπέτομαι\n fut. -πτήσομαι\n aor2 παρ-επτόμην\n or -επτάμην\n Dep.:— to fly alongside, Arist.\n to fly past, to escape, Anth.', 'key': 'parape/tomai'}