Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνάρτιος
ἀναρχαΐζω
ἀναρχία
ἄναρχος
ἀνασαλεύω
ἀνασειράζω
ἀνασείω
ἀνασεύομαι
ἀνάσιλλος
ἀνασκάπτω
ἀνασκεδάννυμι
ἀνασκευάζω
ἀνάσκητος
ἀνασκολοπίζω
ἀνασκοπέω
ἀνασοβέω
ἀνασπαράσσω
ἀνασπαστός
ἀνασπάω
ἄνασσα
ἀνάσσω
View word page
ἀνασκεδάννυμι
ἀνασκεδάννυμι to scatter abroad, Plut.

ShortDef

to scatter abroad

Debugging

Headword:
ἀνασκεδάννυμι
Headword (normalized):
ἀνασκεδάννυμι
Headword (normalized/stripped):
ανασκεδαννυμι
IDX:
2477
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2478
Key:
a)naskeda/nnumi

Data

{'content': 'ἀνασκεδάννυμι\n to scatter abroad, Plut.', 'key': 'a)naskeda/nnumi'}