Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παράνομος
παράνοος
πάραντα
παραντέλλω
παρανυκτερεύω
παράνυμφος
παράξενος
παραξέω
παραξιφίς
παραξόνιος
παραπαιδαγωγέω
παραπαίω
παραπάλλομαι
παράπαν
παραπατάω
παραπαφίσκω
παραπείθω
παραπέμπω
παρά
παραβαίνω
παραπέτασμα
View word page
παραπαιδαγωγέω
παραπαιδαγωγέω fut. ήσω to help to train: to reform gradually, Luc.

ShortDef

to help to train: to reform gradually

Debugging

Headword:
παραπαιδαγωγέω
Headword (normalized):
παραπαιδαγωγέω
Headword (normalized/stripped):
παραπαιδαγωγεω
IDX:
24748
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24776
Key:
parapaidagwge/w

Data

{'content': 'παραπαιδαγωγέω\n fut. ήσω\n to help to train: to reform gradually, Luc.', 'key': 'parapaidagwge/w'}