Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παρανομία
παράνομος
παράνοος
πάραντα
παραντέλλω
παρανυκτερεύω
παράνυμφος
παράξενος
παραξέω
παραξιφίς
παραξόνιος
παραπαιδαγωγέω
παραπαίω
παραπάλλομαι
παράπαν
παραπατάω
παραπαφίσκω
παραπείθω
παραπέμπω
παρά
παραβαίνω
View word page
παραξόνιος
παραξόνιος παρ-αξόνιος, ον, ἄξων beside the axle: τὸ π. a linchpin: —παραξόνια, in Ar. Ran., perh., rapid whirlings.

ShortDef

beside the axle; lynch pin

Debugging

Headword:
παραξόνιος
Headword (normalized):
παραξόνιος
Headword (normalized/stripped):
παραξονιος
IDX:
24747
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24775
Key:
paraco/nios

Data

{'content': 'παραξόνιος\n παρ-αξόνιος, ον,\n ἄξων\n beside the axle: τὸ π. a linchpin: —παραξόνια, in Ar. Ran., perh., rapid whirlings.', 'key': 'paraco/nios'}