Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παρανομέω
παρανόμημα
παρανομία
παράνομος
παράνοος
πάραντα
παραντέλλω
παρανυκτερεύω
παράνυμφος
παράξενος
παραξέω
παραξιφίς
παραξόνιος
παραπαιδαγωγέω
παραπαίω
παραπάλλομαι
παράπαν
παραπατάω
παραπαφίσκω
παραπείθω
παραπέμπω
View word page
παραξέω
παραξέω fut. έσω to graze or rub in passing, Anth.

ShortDef

to graze

Debugging

Headword:
παραξέω
Headword (normalized):
παραξέω
Headword (normalized/stripped):
παραξεω
IDX:
24745
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24773
Key:
parace/w

Data

{'content': 'παραξέω\n fut. έσω\n to graze or rub in passing, Anth.', 'key': 'parace/w'}