Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παράνοια
παρανοίγνυμι
παρανομέω
παρανόμημα
παρανομία
παράνομος
παράνοος
πάραντα
παραντέλλω
παρανυκτερεύω
παράνυμφος
παράξενος
παραξέω
παραξιφίς
παραξόνιος
παραπαιδαγωγέω
παραπαίω
παραπάλλομαι
παράπαν
παραπατάω
παραπαφίσκω
View word page
παράνυμφος
παράνυμφος παρά-νυμφος, ὁ, νύμφη the bridegroomʼs friend or best man, who went beside him in his chariot to fetch his bride:—as fem. the brideʼs-maid, Ar.

ShortDef

the bridegroom's friend

Debugging

Headword:
παράνυμφος
Headword (normalized):
παράνυμφος
Headword (normalized/stripped):
παρανυμφος
IDX:
24743
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24771
Key:
para/numfos

Data

{'content': 'παράνυμφος\n παρά-νυμφος, ὁ,\n νύμφη\n the bridegroomʼs friend or best man, who went beside him in his chariot to fetch his bride:—as fem. the brideʼs-maid, Ar.', 'key': 'para/numfos'}