Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀναρτέομαι
ἀνάρτιος
ἀναρχαΐζω
ἀναρχία
ἄναρχος
ἀνασαλεύω
ἀνασειράζω
ἀνασείω
ἀνασεύομαι
ἀνάσιλλος
ἀνασκάπτω
ἀνασκεδάννυμι
ἀνασκευάζω
ἀνάσκητος
ἀνασκολοπίζω
ἀνασκοπέω
ἀνασοβέω
ἀνασπαράσσω
ἀνασπαστός
ἀνασπάω
ἄνασσα
View word page
ἀνασκάπτω
ἀνασκάπτω to dig up, to dig up ground, Plut.
ShortDef
to dig up, to dig up ground
Debugging
Headword:
ἀνασκάπτω
Headword (normalized):
ἀνασκάπτω
Headword (normalized/stripped):
ανασκαπτω
IDX:
2476
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2477
Key:
a)naska/ptw
Data
{'content': 'ἀνασκάπτω\n to dig up, to dig up ground, Plut.', 'key': 'a)naska/ptw'}