Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παρανίσχω
παρανοέω
παράνοια
παρανοίγνυμι
παρανομέω
παρανόμημα
παρανομία
παράνομος
παράνοος
πάραντα
παραντέλλω
παρανυκτερεύω
παράνυμφος
παράξενος
παραξέω
παραξιφίς
παραξόνιος
παραπαιδαγωγέω
παραπαίω
παραπάλλομαι
παράπαν
View word page
παραντέλλω
παραντέλλω poet. for παρανατέλλω, Anth.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παραντέλλω
Headword (normalized):
παραντέλλω
Headword (normalized/stripped):
παραντελλω
IDX:
24741
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24769
Key:
parante/llw

Data

{'content': 'παραντέλλω\n poet. for παρανατέλλω, Anth.', 'key': 'parante/llw'}