Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παρανικάω
παρανίσσομαι
παρανίστημι
παρανίσχω
παρανοέω
παράνοια
παρανοίγνυμι
παρανομέω
παρανόμημα
παρανομία
παράνομος
παράνοος
πάραντα
παραντέλλω
παρανυκτερεύω
παράνυμφος
παράξενος
παραξέω
παραξιφίς
παραξόνιος
παραπαιδαγωγέω
View word page
παράνομος
παράνομος παρά-νομος, ον, acting contrary to law, lawless, Eur., Plat. of things, contrary to law, unlawful, Ar., Thuc., etc.:—adv., παρανόμως, illegally, Thuc. in Attic law, παράνομα γράφειν, εἰπεῖν to propose an illegal measure, Dem.; παρανόμων γράφεσθαί τινα to indict one for proposing such a measure, Dem.: the indictment itself was παρανόμων γραφή Aeschin.:—in superl., παρανομώτατα γεγραφότα Aeschin.

ShortDef

acting contrary to law, lawless

Debugging

Headword:
παράνομος
Headword (normalized):
παράνομος
Headword (normalized/stripped):
παρανομος
IDX:
24738
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24766
Key:
para/nomos

Data

{'content': 'παράνομος\n παρά-νομος, ον,\n acting contrary to law, lawless, Eur., Plat.\n of things, contrary to law, unlawful, Ar., Thuc., etc.:—adv., παρανόμως, illegally, Thuc.\n in Attic law, παράνομα γράφειν, εἰπεῖν to propose an illegal measure, Dem.; παρανόμων γράφεσθαί τινα to indict one for proposing such a measure, Dem.: the indictment itself was παρανόμων γραφή Aeschin.:—in superl., παρανομώτατα γεγραφότα Aeschin.', 'key': 'para/nomos'}