Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παρανήχομαι
παρανικάω
παρανίσσομαι
παρανίστημι
παρανίσχω
παρανοέω
παράνοια
παρανοίγνυμι
παρανομέω
παρανόμημα
παρανομία
παράνομος
παράνοος
πάραντα
παραντέλλω
παρανυκτερεύω
παράνυμφος
παράξενος
παραξέω
παραξιφίς
παραξόνιος
View word page
παρανομία
παρανομία παρανομία, ἡ, transgression of law, decency or order, Thuc., Plat.; ἡ κατὰ τὸ σῶμα π. εἰς τὴν δίαιταν loose and disorderly habits of life, Thuc. from παράνομος
ShortDef
transgression of law, decency
Debugging
Headword:
παρανομία
Headword (normalized):
παρανομία
Headword (normalized/stripped):
παρανομια
IDX:
24737
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24765
Key:
paranomi/a
Data
{'content': 'παρανομία\n παρανομία, ἡ,\n transgression of law, decency or order, Thuc., Plat.; ἡ κατὰ τὸ σῶμα π. εἰς τὴν δίαιταν loose and disorderly habits of life, Thuc.\n from παράνομος', 'key': 'paranomi/a'}