Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παρανηνέω
παρανήχομαι
παρανικάω
παρανίσσομαι
παρανίστημι
παρανίσχω
παρανοέω
παράνοια
παρανοίγνυμι
παρανομέω
παρανόμημα
παρανομία
παράνομος
παράνοος
πάραντα
παραντέλλω
παρανυκτερεύω
παράνυμφος
παράξενος
παραξέω
παραξιφίς
View word page
παρανόμημα
παρανόμημα παρανόμημα, ατος, τό, an illegal act, transgression, Thuc.

ShortDef

an illegal act, transgression

Debugging

Headword:
παρανόμημα
Headword (normalized):
παρανόμημα
Headword (normalized/stripped):
παρανομημα
IDX:
24736
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24764
Key:
parano/mhma

Data

{'content': 'παρανόμημα\n παρανόμημα, ατος, τό,\n an illegal act, transgression, Thuc.', 'key': 'parano/mhma'}