Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παρανάλωμα
παρανηνέω
παρανήχομαι
παρανικάω
παρανίσσομαι
παρανίστημι
παρανίσχω
παρανοέω
παράνοια
παρανοίγνυμι
παρανομέω
παρανόμημα
παρανομία
παράνομος
παράνοος
πάραντα
παραντέλλω
παρανυκτερεύω
παράνυμφος
παράξενος
παραξέω
View word page
παρανομέω
παρανομέω παράνομος to transgress the law, act unlawfully, Thuc., Plat.:—Pass., κάθοδος παρανομήθη a return illegally procured, Thuc. to commit an outrage, ἐς τὸν νεκρὸν ταῦτα παρενόμησε Hdt.; περί τινα Thuc.:—Pass. to be outraged, ill used, Dem.

ShortDef

to transgress the law, act unlawfully

Debugging

Headword:
παρανομέω
Headword (normalized):
παρανομέω
Headword (normalized/stripped):
παρανομεω
IDX:
24735
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24763
Key:
paranome/w

Data

{'content': 'παρανομέω\n παράνομος\n to transgress the law, act unlawfully, Thuc., Plat.:—Pass., κάθοδος παρανομήθη a return illegally procured, Thuc.\n to commit an outrage, ἐς τὸν νεκρὸν ταῦτα παρενόμησε Hdt.; περί τινα Thuc.:—Pass. to be outraged, ill used, Dem.', 'key': 'paranome/w'}