Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παραναδύομαι
παραναιετάω
παραναλίσκω
παρανάλωμα
παρανηνέω
παρανήχομαι
παρανικάω
παρανίσσομαι
παρανίστημι
παρανίσχω
παρανοέω
παράνοια
παρανοίγνυμι
παρανομέω
παρανόμημα
παρανομία
παράνομος
παράνοος
πάραντα
παραντέλλω
παρανυκτερεύω
View word page
παρανοέω
παρανοέω fut. ήσω to think amiss, to be deranged, lose oneʼs wits, Eur., Ar.

ShortDef

to think amiss, to be deranged, lose one's wits

Debugging

Headword:
παρανοέω
Headword (normalized):
παρανοέω
Headword (normalized/stripped):
παρανοεω
IDX:
24732
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24760
Key:
paranoe/w

Data

{'content': 'παρανοέω\n fut. ήσω\n to think amiss, to be deranged, lose oneʼs wits, Eur., Ar.', 'key': 'paranoe/w'}