Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀναρτάω
ἀναρτέομαι
ἀνάρτιος
ἀναρχαΐζω
ἀναρχία
ἄναρχος
ἀνασαλεύω
ἀνασειράζω
ἀνασείω
ἀνασεύομαι
ἀνάσιλλος
ἀνασκάπτω
ἀνασκεδάννυμι
ἀνασκευάζω
ἀνάσκητος
ἀνασκολοπίζω
ἀνασκοπέω
ἀνασοβέω
ἀνασπαράσσω
ἀνασπαστός
ἀνασπάω
View word page
ἀνάσιλλος
ἀνάσιλλος bristling hair, Plut.
ShortDef
bristling hair
Debugging
Headword:
ἀνάσιλλος
Headword (normalized):
ἀνάσιλλος
Headword (normalized/stripped):
ανασιλλος
IDX:
2475
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2476
Key:
a)na/sillos
Data
{'content': 'ἀνάσιλλος\n bristling hair, Plut.', 'key': 'a)na/sillos'}