Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παραμυθητικός
παραμυθία
παραμύθιον
παραμυκάομαι
παραναγιγνώσκω
παραναδύομαι
παραναιετάω
παραναλίσκω
παρανάλωμα
παρανηνέω
παρανήχομαι
παρανικάω
παρανίσσομαι
παρανίστημι
παρανίσχω
παρανοέω
παράνοια
παρανοίγνυμι
παρανομέω
παρανόμημα
παρανομία
View word page
παρανήχομαι
παρανήχομαι fut. -ξομαι Dep. to swim along the shore, Od.: to swim beside, τῇ τριήρει Plut.

ShortDef

to swim along

Debugging

Headword:
παρανήχομαι
Headword (normalized):
παρανήχομαι
Headword (normalized/stripped):
παρανηχομαι
IDX:
24727
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24755
Key:
paranh/xomai

Data

{'content': 'παρανήχομαι\n fut. -ξομαι\n Dep. to swim along the shore, Od.: to swim beside, τῇ τριήρει Plut.', 'key': 'paranh/xomai'}