Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παραμπέχω
παραμυθέομαι
παραμυθητικός
παραμυθία
παραμύθιον
παραμυκάομαι
παραναγιγνώσκω
παραναδύομαι
παραναιετάω
παραναλίσκω
παρανάλωμα
παρανηνέω
παρανήχομαι
παρανικάω
παρανίσσομαι
παρανίστημι
παρανίσχω
παρανοέω
παράνοια
παρανοίγνυμι
παρανομέω
View word page
παρανάλωμα
παρανάλωμα from παρᾰναλίσκω παρᾰνάλωμα, ατος, τό, useless expense, Plut.

ShortDef

useless expense

Debugging

Headword:
παρανάλωμα
Headword (normalized):
παρανάλωμα
Headword (normalized/stripped):
παραναλωμα
IDX:
24725
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24753
Key:
parana/lwma

Data

{'content': 'παρανάλωμα\n from παρᾰναλίσκω\n παρᾰνάλωμα, ατος, τό,\n useless expense, Plut.', 'key': 'parana/lwma'}