Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παράμουσος
παραμπέχω
παραμυθέομαι
παραμυθητικός
παραμυθία
παραμύθιον
παραμυκάομαι
παραναγιγνώσκω
παραναδύομαι
παραναιετάω
παραναλίσκω
παρανάλωμα
παρανηνέω
παρανήχομαι
παρανικάω
παρανίσσομαι
παρανίστημι
παρανίσχω
παρανοέω
παράνοια
παρανοίγνυμι
View word page
παραναλίσκω
παραναλίσκω fut. -ανᾱλώσω to spend amiss, to waste, squander, Dem.:—Pass., of persons, to be sacrificed uselessly, 3rd pl. aor1 παραναλώθησαν Plut.

ShortDef

to spend amiss, to waste, squander

Debugging

Headword:
παραναλίσκω
Headword (normalized):
παραναλίσκω
Headword (normalized/stripped):
παραναλισκω
IDX:
24724
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24752
Key:
paranali/skw

Data

{'content': 'παραναλίσκω\n fut. -ανᾱλώσω\n to spend amiss, to waste, squander, Dem.:—Pass., of persons, to be sacrificed uselessly, 3rd pl. aor1 παραναλώθησαν Plut.', 'key': 'paranali/skw'}