Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνάρσιος
ἀναρτάω
ἀναρτέομαι
ἀνάρτιος
ἀναρχαΐζω
ἀναρχία
ἄναρχος
ἀνασαλεύω
ἀνασειράζω
ἀνασείω
ἀνασεύομαι
ἀνάσιλλος
ἀνασκάπτω
ἀνασκεδάννυμι
ἀνασκευάζω
ἀνάσκητος
ἀνασκολοπίζω
ἀνασκοπέω
ἀνασοβέω
ἀνασπαράσσω
ἀνασπαστός
View word page
ἀνασεύομαι
ἀνασεύομαι Pass., only in syncop. aor2, αἷμα ἀνέσσυτο the blood sprang forth, spouted up, Il.

ShortDef

sprang forth, spouted up

Debugging

Headword:
ἀνασεύομαι
Headword (normalized):
ἀνασεύομαι
Headword (normalized/stripped):
ανασευομαι
IDX:
2474
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2475
Key:
a)naseu/omai

Data

{'content': 'ἀνασεύομαι\n Pass., only in syncop. aor2, αἷμα ἀνέσσυτο the blood sprang forth, spouted up, Il.', 'key': 'a)naseu/omai'}