Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παραμιμνήσκομαι
παραμίμνω
παραμόνιμος
παράμονος
παράμουσος
παραμπέχω
παραμυθέομαι
παραμυθητικός
παραμυθία
παραμύθιον
παραμυκάομαι
παραναγιγνώσκω
παραναδύομαι
παραναιετάω
παραναλίσκω
παρανάλωμα
παρανηνέω
παρανήχομαι
παρανικάω
παρανίσσομαι
παρανίστημι
View word page
παραμυκάομαι
παραμυκάομαι Dep. to bellow beside or in answer, of thunder following on earthquake, Aesch.

ShortDef

to bellow beside

Debugging

Headword:
παραμυκάομαι
Headword (normalized):
παραμυκάομαι
Headword (normalized/stripped):
παραμυκαομαι
IDX:
24720
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24748
Key:
paramuka/omai

Data

{'content': 'παραμυκάομαι\n Dep. to bellow beside or in answer, of thunder following on earthquake, Aesch.', 'key': 'paramuka/omai'}