Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παραμήκης
παραμηρίδιος
παραμίγνυμι
παραμιμνήσκομαι
παραμίμνω
παραμόνιμος
παράμονος
παράμουσος
παραμπέχω
παραμυθέομαι
παραμυθητικός
παραμυθία
παραμύθιον
παραμυκάομαι
παραναγιγνώσκω
παραναδύομαι
παραναιετάω
παραναλίσκω
παρανάλωμα
παρανηνέω
παρανήχομαι
View word page
παραμυθητικός
παραμυθητικός from παραμῡθέομαι παραμῡθητικός, ή, όν consolatory, Arist.
ShortDef
consolatory
Debugging
Headword:
παραμυθητικός
Headword (normalized):
παραμυθητικός
Headword (normalized/stripped):
παραμυθητικος
IDX:
24717
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24745
Key:
paramuqhtiko/s
Data
{'content': 'παραμυθητικός\n from παραμῡθέομαι\n παραμῡθητικός, ή, όν\n consolatory, Arist.', 'key': 'paramuqhtiko/s'}