Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παραμετρέω
παραμεύομαι
παραμήκης
παραμηρίδιος
παραμίγνυμι
παραμιμνήσκομαι
παραμίμνω
παραμόνιμος
παράμονος
παράμουσος
παραμπέχω
παραμυθέομαι
παραμυθητικός
παραμυθία
παραμύθιον
παραμυκάομαι
παραναγιγνώσκω
παραναδύομαι
παραναιετάω
παραναλίσκω
παρανάλωμα
View word page
παραμπέχω
παραμπέχω or -αμπίσχω fut. -αμφέξω aor2 -ήμπισχον to wrap a thing round as a cloak: metaph., π. λόγους to use a cloak of words, Eur.
ShortDef
to wrap
Debugging
Headword:
παραμπέχω
Headword (normalized):
παραμπέχω
Headword (normalized/stripped):
παραμπεχω
IDX:
24715
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24743
Key:
parampe/xw
Data
{'content': 'παραμπέχω\n or -αμπίσχω\n fut. -αμφέξω\n aor2 -ήμπισχον\n to wrap a thing round as a cloak: metaph., π. λόγους to use a cloak of words, Eur.', 'key': 'parampe/xw'}