Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παραμείβω
παραμελέω
παραμένω
παραμετρέω
παραμεύομαι
παραμήκης
παραμηρίδιος
παραμίγνυμι
παραμιμνήσκομαι
παραμίμνω
παραμόνιμος
παράμονος
παράμουσος
παραμπέχω
παραμυθέομαι
παραμυθητικός
παραμυθία
παραμύθιον
παραμυκάομαι
παραναγιγνώσκω
παραναδύομαι
View word page
παραμόνιμος
παραμόνιμος παραμόνιμος, ον, poet. fem. παρμονίμα παραμένω staying beside, i. e. steadfast, permanent, Theogn., Pind. of slaves, trusty, Xen.

ShortDef

staying beside

Debugging

Headword:
παραμόνιμος
Headword (normalized):
παραμόνιμος
Headword (normalized/stripped):
παραμονιμος
IDX:
24712
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24740
Key:
paramo/nimos

Data

{'content': 'παραμόνιμος\n παραμόνιμος, ον,\n poet. fem. παρμονίμα\n παραμένω\n staying beside, i. e. steadfast, permanent, Theogn., Pind.\n of slaves, trusty, Xen.', 'key': 'paramo/nimos'}