Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παραλύω
παραμείβω
παραμελέω
παραμένω
παραμετρέω
παραμεύομαι
παραμήκης
παραμηρίδιος
παραμίγνυμι
παραμιμνήσκομαι
παραμίμνω
παραμόνιμος
παράμονος
παράμουσος
παραμπέχω
παραμυθέομαι
παραμυθητικός
παραμυθία
παραμύθιον
παραμυκάομαι
παραναγιγνώσκω
View word page
παραμίμνω
παραμίμνω poet. for παραμένω to abide, tarry, Od.

ShortDef

to abide, tarry

Debugging

Headword:
παραμίμνω
Headword (normalized):
παραμίμνω
Headword (normalized/stripped):
παραμιμνω
IDX:
24711
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24739
Key:
parami/mnw

Data

{'content': 'παραμίμνω\n poet. for παραμένω\n to abide, tarry, Od.', 'key': 'parami/mnw'}