Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παραλυτικός
παραλύω
παραμείβω
παραμελέω
παραμένω
παραμετρέω
παραμεύομαι
παραμήκης
παραμηρίδιος
παραμίγνυμι
παραμιμνήσκομαι
παραμίμνω
παραμόνιμος
παράμονος
παράμουσος
παραμπέχω
παραμυθέομαι
παραμυθητικός
παραμυθία
παραμύθιον
παραμυκάομαι
View word page
παραμιμνήσκομαι
παραμιμνήσκομαι fut. -μνήσομαι perf. -μέμνημαι Dep., to mention besides, to make mention of a thing along with another, c. gen. rei, Hdt., Soph.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παραμιμνήσκομαι
Headword (normalized):
παραμιμνήσκομαι
Headword (normalized/stripped):
παραμιμνησκομαι
IDX:
24710
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24738
Key:
paramimnh/skomai

Data

{'content': 'παραμιμνήσκομαι\n fut. -μνήσομαι\n perf. -μέμνημαι\n Dep., to mention besides, to make mention of a thing along with another, c. gen. rei, Hdt., Soph.', 'key': 'paramimnh/skomai'}