Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παράλυσις
παραλυτικός
παραλύω
παραμείβω
παραμελέω
παραμένω
παραμετρέω
παραμεύομαι
παραμήκης
παραμηρίδιος
παραμίγνυμι
παραμιμνήσκομαι
παραμίμνω
παραμόνιμος
παράμονος
παράμουσος
παραμπέχω
παραμυθέομαι
παραμυθητικός
παραμυθία
παραμύθιον
View word page
παραμίγνυμι
παραμίγνυμι and -ύω Ionic -μίσγω fut. -μίξω to intermix with, τί τινι Ar.:—Pass., ἡδονὴν παραμεμῖχθαι τῇ εὐδαιμονίᾳ Arist. to add by mixing, Lat. admiscere, ὕδωρ παραμίσγειν Hdt.:—Pass., ὅ τι αὐτοῖς παραμέμικται Plat.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παραμίγνυμι
Headword (normalized):
παραμίγνυμι
Headword (normalized/stripped):
παραμιγνυμι
IDX:
24709
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24737
Key:
parami/gnumi

Data

{'content': 'παραμίγνυμι\n and -ύω\n Ionic -μίσγω\n fut. -μίξω\n to intermix with, τί τινι Ar.:—Pass., ἡδονὴν παραμεμῖχθαι τῇ εὐδαιμονίᾳ Arist.\n to add by mixing, Lat. admiscere, ὕδωρ παραμίσγειν Hdt.:—Pass., ὅ τι αὐτοῖς παραμέμικται Plat.', 'key': 'parami/gnumi'}