Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παραλυπέω
παράλυπρος
παράλυσις
παραλυτικός
παραλύω
παραμείβω
παραμελέω
παραμένω
παραμετρέω
παραμεύομαι
παραμήκης
παραμηρίδιος
παραμίγνυμι
παραμιμνήσκομαι
παραμίμνω
παραμόνιμος
παράμονος
παράμουσος
παραμπέχω
παραμυθέομαι
παραμυθητικός
View word page
παραμήκης
παραμήκης παρα-μήκης, ες μῆκος oblong or oval, Polyb. extending parallel to the mainland, Strab.

ShortDef

oblong

Debugging

Headword:
παραμήκης
Headword (normalized):
παραμήκης
Headword (normalized/stripped):
παραμηκης
IDX:
24707
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24735
Key:
paramh/khs

Data

{'content': 'παραμήκης\n παρα-μήκης, ες\n μῆκος\n oblong or oval, Polyb.\n extending parallel to the mainland, Strab.', 'key': 'paramh/khs'}