Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πάραλος
παράλπιος
παραλυπέω
παράλυπρος
παράλυσις
παραλυτικός
παραλύω
παραμείβω
παραμελέω
παραμένω
παραμετρέω
παραμεύομαι
παραμήκης
παραμηρίδιος
παραμίγνυμι
παραμιμνήσκομαι
παραμίμνω
παραμόνιμος
παράμονος
παράμουσος
παραμπέχω
View word page
παραμετρέω
παραμετρέω fut. ήσω to measure one thing by another, to compare, Plat.

ShortDef

to measure

Debugging

Headword:
παραμετρέω
Headword (normalized):
παραμετρέω
Headword (normalized/stripped):
παραμετρεω
IDX:
24705
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24733
Key:
parametre/w

Data

{'content': 'παραμετρέω\n fut. ήσω\n to measure one thing by another, to compare, Plat.', 'key': 'parametre/w'}