Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παραλογιστικός
παράλογος
πάραλος
παράλπιος
παραλυπέω
παράλυπρος
παράλυσις
παραλυτικός
παραλύω
παραμείβω
παραμελέω
παραμένω
παραμετρέω
παραμεύομαι
παραμήκης
παραμηρίδιος
παραμίγνυμι
παραμιμνήσκομαι
παραμίμνω
παραμόνιμος
παράμονος
View word page
παραμελέω
παραμελέω fut. ήσω to pass by and disregard, to be disregardful of, τινός Thuc., Xen., etc.: absol., παρημελήκεε he recked little, Hdt.; παραμελοῦντες being negligent, Plat.:—Pass. to be abandoned, Aesch.

ShortDef

to pass by and disregard, to be disregardful of

Debugging

Headword:
παραμελέω
Headword (normalized):
παραμελέω
Headword (normalized/stripped):
παραμελεω
IDX:
24703
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24731
Key:
paramele/w

Data

{'content': 'παραμελέω\n fut. ήσω\n to pass by and disregard, to be disregardful of, τινός Thuc., Xen., etc.: absol., παρημελήκεε he recked little, Hdt.; παραμελοῦντες being negligent, Plat.:—Pass. to be abandoned, Aesch.', 'key': 'paramele/w'}