Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παράλληλος
παραλογίζομαι
παραλογισμός
παραλογιστικός
παράλογος
πάραλος
παράλπιος
παραλυπέω
παράλυπρος
παράλυσις
παραλυτικός
παραλύω
παραμείβω
παραμελέω
παραμένω
παραμετρέω
παραμεύομαι
παραμήκης
παραμηρίδιος
παραμίγνυμι
παραμιμνήσκομαι
View word page
παραλυτικός
παραλυτικός from παράλῠσις παραλῠτικός, ή, όν paralytic, NTest.

ShortDef

paralytic

Debugging

Headword:
παραλυτικός
Headword (normalized):
παραλυτικός
Headword (normalized/stripped):
παραλυτικος
IDX:
24700
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24728
Key:
paralutiko/s

Data

{'content': 'παραλυτικός\n from παράλῠσις\n παραλῠτικός, ή, όν\n paralytic, NTest.', 'key': 'paralutiko/s'}