Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παραλλάσσω
παραλλάξ
παράλληλος
παραλογίζομαι
παραλογισμός
παραλογιστικός
παράλογος
πάραλος
παράλπιος
παραλυπέω
παράλυπρος
παράλυσις
παραλυτικός
παραλύω
παραμείβω
παραμελέω
παραμένω
παραμετρέω
παραμεύομαι
παραμήκης
παραμηρίδιος
View word page
παράλυπρος
παράλυπρος παρά-λυπρος, ον, of soil, rather poor, Strab.
ShortDef
rather poor
Debugging
Headword:
παράλυπρος
Headword (normalized):
παράλυπρος
Headword (normalized/stripped):
παραλυπρος
IDX:
24698
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24726
Key:
para/lupros
Data
{'content': 'παράλυπρος\n παρά-λυπρος, ον,\n of soil, rather poor, Strab.', 'key': 'para/lupros'}