Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παράλλαξις
παραλλάσσω
παραλλάξ
παράλληλος
παραλογίζομαι
παραλογισμός
παραλογιστικός
παράλογος
πάραλος
παράλπιος
παραλυπέω
παράλυπρος
παράλυσις
παραλυτικός
παραλύω
παραμείβω
παραμελέω
παραμένω
παραμετρέω
παραμεύομαι
παραμήκης
View word page
παραλυπέω
παραλυπέω fut. ήσω to grieve or trouble besides, ἄλλο παρελύπει οὐδέν no disease attacked them besides the plague, Thuc.; ὅταν μηδὲν αὐτὴν παραλυπῇ Plat.; οἱ παραλυποῦντες the troublesome, the refractory, Xen.

ShortDef

to grieve

Debugging

Headword:
παραλυπέω
Headword (normalized):
παραλυπέω
Headword (normalized/stripped):
παραλυπεω
IDX:
24697
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24725
Key:
paralupe/w

Data

{'content': 'παραλυπέω\n fut. ήσω\n to grieve or trouble besides, ἄλλο παρελύπει οὐδέν no disease attacked them besides the plague, Thuc.; ὅταν μηδὲν αὐτὴν παραλυπῇ Plat.; οἱ παραλυποῦντες the troublesome, the refractory, Xen.', 'key': 'paralupe/w'}