Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παράλιος
παραλλαγή
παράλλαγμα
παράλλαξις
παραλλάσσω
παραλλάξ
παράλληλος
παραλογίζομαι
παραλογισμός
παραλογιστικός
παράλογος
πάραλος
παράλπιος
παραλυπέω
παράλυπρος
παράλυσις
παραλυτικός
παραλύω
παραμείβω
παραμελέω
παραμένω
View word page
παράλογος
παράλογος παρά-λογος, ον, beyond calculation, unexpected, casual, uncertain, Arist., etc.: —παράλογον, -ου, an unexpected event; but, τὰ παράλογα the portions of food given to unexpected guests, Xen.:—adv. παραλόγως Dem. παράλογος, ὁ, as Subst., an unexpected issue, Thuc.; πολύς, μέγας ὁ π. the event is greatly contrary to calculation, Thuc.; so, τὸν π. τοσοῦτον ποιῆσαι τοῖς Ἕλλησι caused so great a miscalculation to the Greeks, Thuc.; ἐν τοῖς ἀνθρωπείοις παραλόγοις by miscalculations such as men make, Thuc.

ShortDef

beyond calculation, unexpected, unlooked for

Debugging

Headword:
παράλογος
Headword (normalized):
παράλογος
Headword (normalized/stripped):
παραλογος
IDX:
24694
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24722
Key:
para/logos

Data

{'content': 'παράλογος\n παρά-λογος, ον,\n beyond calculation, unexpected, casual, uncertain, Arist., etc.: —παράλογον, -ου, an unexpected event; but, τὰ παράλογα the portions of food given to unexpected guests, Xen.:—adv. παραλόγως Dem.\n παράλογος, ὁ, as Subst., an unexpected issue, Thuc.; πολύς, μέγας ὁ π. the event is greatly contrary to calculation, Thuc.; so, τὸν π. τοσοῦτον ποιῆσαι τοῖς Ἕλλησι caused so great a miscalculation to the Greeks, Thuc.; ἐν τοῖς ἀνθρωπείοις παραλόγοις by miscalculations such as men make, Thuc.', 'key': 'para/logos'}