Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Παράλιον
παράλιος
παραλλαγή
παράλλαγμα
παράλλαξις
παραλλάσσω
παραλλάξ
παράλληλος
παραλογίζομαι
παραλογισμός
παραλογιστικός
παράλογος
πάραλος
παράλπιος
παραλυπέω
παράλυπρος
παράλυσις
παραλυτικός
παραλύω
παραμείβω
παραμελέω
View word page
παραλογιστικός
παραλογιστικός from παραλογίζομαι παραλογιστικός, ή, όν fallacious, Arist.
ShortDef
fallacious
Debugging
Headword:
παραλογιστικός
Headword (normalized):
παραλογιστικός
Headword (normalized/stripped):
παραλογιστικος
IDX:
24693
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24721
Key:
paralogistiko/s
Data
{'content': 'παραλογιστικός\n from παραλογίζομαι\n παραλογιστικός, ή, όν\n fallacious, Arist.', 'key': 'paralogistiko/s'}