παραλογιστικός
παραλογιστικός
from παραλογίζομαι
παραλογιστικός, ή, όν
fallacious, Arist.
{
"content": "παραλογιστικός\n from παραλογίζομαι\n παραλογιστικός, ή, όν\n fallacious, Arist.",
"key": "paralogistiko/s"
}