Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παράληψις
Παράλιον
παράλιος
παραλλαγή
παράλλαγμα
παράλλαξις
παραλλάσσω
παραλλάξ
παράλληλος
παραλογίζομαι
παραλογισμός
παραλογιστικός
παράλογος
πάραλος
παράλπιος
παραλυπέω
παράλυπρος
παράλυσις
παραλυτικός
παραλύω
παραμείβω
View word page
παραλογισμός
παραλογισμός from παραλογίζομαι παραλογισμός, οῦ, ὁ, false reasoning, deception, Polyb.
ShortDef
false reasoning, deception
Debugging
Headword:
παραλογισμός
Headword (normalized):
παραλογισμός
Headword (normalized/stripped):
παραλογισμος
IDX:
24692
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24720
Key:
paralogismo/s
Data
{'content': 'παραλογισμός\n from παραλογίζομαι\n παραλογισμός, οῦ, ὁ,\n false reasoning, deception, Polyb.', 'key': 'paralogismo/s'}