παραλογισμός
παραλογισμός
from παραλογίζομαι
παραλογισμός, οῦ, ὁ,
false reasoning, deception, Polyb.
{
"content": "παραλογισμός\n from παραλογίζομαι\n παραλογισμός, οῦ, ὁ,\n false reasoning, deception, Polyb.",
"key": "paralogismo/s"
}