Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀναρροιβδέω
ἀνάρρυσις
ἀναρρώννυμι
ἀνάρσιος
ἀναρτάω
ἀναρτέομαι
ἀνάρτιος
ἀναρχαΐζω
ἀναρχία
ἄναρχος
ἀνασαλεύω
ἀνασειράζω
ἀνασείω
ἀνασεύομαι
ἀνάσιλλος
ἀνασκάπτω
ἀνασκεδάννυμι
ἀνασκευάζω
ἀνάσκητος
ἀνασκολοπίζω
ἀνασκοπέω
View word page
ἀνασαλεύω
ἀνασαλεύω to shake up, stir up, Luc.

ShortDef

to shake up, stir up

Debugging

Headword:
ἀνασαλεύω
Headword (normalized):
ἀνασαλεύω
Headword (normalized/stripped):
ανασαλευω
IDX:
2471
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2472
Key:
a)nasaleu/w

Data

{'content': 'ἀνασαλεύω\n to shake up, stir up, Luc.', 'key': 'a)nasaleu/w'}