Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παραλειπτέος
παραλείπω
παραλείφω
παραληπτέος
παραληπτός
παραληρέω
παράληψις
Παράλιον
παράλιος
παραλλαγή
παράλλαγμα
παράλλαξις
παραλλάσσω
παραλλάξ
παράλληλος
παραλογίζομαι
παραλογισμός
παραλογιστικός
παράλογος
πάραλος
παράλπιος
View word page
παράλλαγμα
παράλλαγμα παράλλαγμα, ατος, τό, an interchange, variation, Strab.
ShortDef
an interchange, variation
Debugging
Headword:
παράλλαγμα
Headword (normalized):
παράλλαγμα
Headword (normalized/stripped):
παραλλαγμα
IDX:
24686
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24714
Key:
para/llagma
Data
{'content': 'παράλλαγμα\n παράλλαγμα, ατος, τό,\n an interchange, variation, Strab.', 'key': 'para/llagma'}