Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀναρριχάομαι
ἀναρροιβδέω
ἀνάρρυσις
ἀναρρώννυμι
ἀνάρσιος
ἀναρτάω
ἀναρτέομαι
ἀνάρτιος
ἀναρχαΐζω
ἀναρχία
ἄναρχος
ἀνασαλεύω
ἀνασειράζω
ἀνασείω
ἀνασεύομαι
ἀνάσιλλος
ἀνασκάπτω
ἀνασκεδάννυμι
ἀνασκευάζω
ἀνάσκητος
ἀνασκολοπίζω
View word page
ἄναρχος
ἄναρχος ἀρχή without head or chief, Il., Eur.: τὸ ἄναρχον ἀναρχία, Aesch.

ShortDef

without head

Debugging

Headword:
ἄναρχος
Headword (normalized):
ἄναρχος
Headword (normalized/stripped):
αναρχος
IDX:
2470
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2471
Key:
a)/narxos

Data

{'content': 'ἄναρχος\n ἀρχή\n without head or chief, Il., Eur.: τὸ ἄναρχον ἀναρχία, Aesch.', 'key': 'a)/narxos'}