Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παράκτιος
παρακύπτω
παραλαμβάνω
παραλανθάνω
παραλέγω
παραλειπτέος
παραλείπω
παραλείφω
παραληπτέος
παραληπτός
παραληρέω
παράληψις
Παράλιον
παράλιος
παραλλαγή
παράλλαγμα
παράλλαξις
παραλλάσσω
παραλλάξ
παράλληλος
παραλογίζομαι
View word page
παραληρέω
παραληρέω fut. ήσω to talk like a dotard, talk nonsense, Lat. delirare, Ar., etc.

ShortDef

to talk like a dotard, talk nonsense

Debugging

Headword:
παραληρέω
Headword (normalized):
παραληρέω
Headword (normalized/stripped):
παραληρεω
IDX:
24681
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24709
Key:
paralhre/w

Data

{'content': 'παραληρέω\n fut. ήσω\n to talk like a dotard, talk nonsense, Lat. delirare, Ar., etc.', 'key': 'paralhre/w'}