Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παρακρούω
παρακτάομαι
παράκτιος
παρακύπτω
παραλαμβάνω
παραλανθάνω
παραλέγω
παραλειπτέος
παραλείπω
παραλείφω
παραληπτέος
παραληπτός
παραληρέω
παράληψις
Παράλιον
παράλιος
παραλλαγή
παράλλαγμα
παράλλαξις
παραλλάσσω
παραλλάξ
View word page
παραληπτέος
παραληπτέος παραληπτέος, ον, verb. adj. of παραλαμβάνω one must produce, μάρτυρας Dem.

ShortDef

one must produce

Debugging

Headword:
παραληπτέος
Headword (normalized):
παραληπτέος
Headword (normalized/stripped):
παραληπτεος
IDX:
24679
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24707
Key:
paralhpte/os

Data

{'content': 'παραληπτέος\n παραληπτέος, ον,\n verb. adj. of παραλαμβάνω\n one must produce, μάρτυρας Dem.', 'key': 'paralhpte/os'}