Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παράκρουσις
παρακρούω
παρακτάομαι
παράκτιος
παρακύπτω
παραλαμβάνω
παραλανθάνω
παραλέγω
παραλειπτέος
παραλείπω
παραλείφω
παραληπτέος
παραληπτός
παραληρέω
παράληψις
Παράλιον
παράλιος
παραλλαγή
παράλλαγμα
παράλλαξις
παραλλάσσω
View word page
παραλείφω
παραλείφω fut. ψω to bedaub as with ointment, Arist.
ShortDef
to bedaub as with ointment
Debugging
Headword:
παραλείφω
Headword (normalized):
παραλείφω
Headword (normalized/stripped):
παραλειφω
IDX:
24678
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24706
Key:
paralei/fw
Data
{'content': 'παραλείφω\n fut. ψω\n to bedaub as with ointment, Arist.', 'key': 'paralei/fw'}