Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἄγονος
ἄγοος
ἀγοράζω
ἀγοραῖος
ἀγορανομικός
ἀγορανόμος
ἀγοράομαι
ἀγορά
ἀγορασἀγένειος
ἀγόρασμα
ἀγοραστής
ἀγορεύω
ἀγορῆθεν
ἀγορήνδε
ἀγορητής
ἀγορητύς
ἀγορῆφι
ἀγός
ἄγος
ἀγοστός
ἀγράμματος
View word page
ἀγοραστής
ἀγοραστής ἀγοράζω the slave who bought provisions for the house, the purveyor, Xen.

ShortDef

the slave who bought provisions for the house, the purveyor

Debugging

Headword:
ἀγοραστής
Headword (normalized):
ἀγοραστής
Headword (normalized/stripped):
αγοραστης
IDX:
247
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n247
Key:
a)gorasth/s

Data

{'content': 'ἀγοραστής\n ἀγοράζω\n the slave who bought provisions for the house, the purveyor, Xen.', 'key': 'a)gorasth/s'}