Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παρακοπή
παράκοπος
παρακόπτω
παράκουσμα
παρακουστέος
παρακούω
παρακρεμάννυμι
παράκρημνος
παρακρίνω
παρακροτέω
παράκρουσις
παρακρούω
παρακτάομαι
παράκτιος
παρακύπτω
παραλαμβάνω
παραλανθάνω
παραλέγω
παραλειπτέος
παραλείπω
παραλείφω
View word page
παράκρουσις
παράκρουσις παράκρουσις, εως, a striking falsely: metaph. a cheating, deception, Dem.:— a fallacy, Arist. from παρακρούω
ShortDef
a striking falsely
Debugging
Headword:
παράκρουσις
Headword (normalized):
παράκρουσις
Headword (normalized/stripped):
παρακρουσις
IDX:
24668
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24696
Key:
para/krousis
Data
{'content': 'παράκρουσις\n παράκρουσις, εως,\n a striking falsely: metaph. a cheating, deception, Dem.:— a fallacy, Arist.\n from παρακρούω', 'key': 'para/krousis'}