Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παρακοντίζω
παρακοπή
παράκοπος
παρακόπτω
παράκουσμα
παρακουστέος
παρακούω
παρακρεμάννυμι
παράκρημνος
παρακρίνω
παρακροτέω
παράκρουσις
παρακρούω
παρακτάομαι
παράκτιος
παρακύπτω
παραλαμβάνω
παραλανθάνω
παραλέγω
παραλειπτέος
παραλείπω
View word page
παρακροτέω
παρακροτέω fut. ήσω to pat or clap one, Luc.

ShortDef

to pat (on the shoulder); to encourage

Debugging

Headword:
παρακροτέω
Headword (normalized):
παρακροτέω
Headword (normalized/stripped):
παρακροτεω
IDX:
24667
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24695
Key:
parakrote/w

Data

{'content': 'παρακροτέω\n fut. ήσω\n to pat or clap one, Luc.', 'key': 'parakrote/w'}