Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παρακονάω
παρακοντίζω
παρακοπή
παράκοπος
παρακόπτω
παράκουσμα
παρακουστέος
παρακούω
παρακρεμάννυμι
παράκρημνος
παρακρίνω
παρακροτέω
παράκρουσις
παρακρούω
παρακτάομαι
παράκτιος
παρακύπτω
παραλαμβάνω
παραλανθάνω
παραλέγω
παραλειπτέος
View word page
παρακρίνω
παρακρίνω fut. -κρινῶ to draw up in line opposite: Pass., πεζὸς παρακεκριμένος παρὰ τὸν αἰγιαλόν the land force drawn up along the shore, Hdt.; παρεκρίθησαν διαταχθέντες Hdt.

ShortDef

to draw up in line opposite

Debugging

Headword:
παρακρίνω
Headword (normalized):
παρακρίνω
Headword (normalized/stripped):
παρακρινω
IDX:
24666
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24694
Key:
parakri/nw

Data

{'content': 'παρακρίνω\n fut. -κρινῶ\n to draw up in line opposite: Pass., πεζὸς παρακεκριμένος παρὰ τὸν αἰγιαλόν the land force drawn up along the shore, Hdt.; παρεκρίθησαν διαταχθέντες Hdt.', 'key': 'parakri/nw'}